συκολός

συκολός
ο, Ν
βλ. συκολόγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συκολόγος — Ορεινός οικισμός (371 κάτ., υψόμ. 560 μ.), στην επαρχία Βιάννου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ., 500 κάτ.), στην οποία ανήκουν άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, η Τέρτσα (122 κάτ., υψόμ. 20 μ.) και η Άνω Βίγλα (7 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”